νικήσασα

νικήσασα
νῑκήσᾱσα , νικάω
conquer
aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πληροσέληνος — ον, ΜΑ 1. (για τη σελήνη) γεμάτος, πανσέληνος 2. (για την ημέρα) ολοφώτιστος, πλησιφαής μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ πληροσέληνον η πανσέληνος αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ πληροσέληνος μτφ. εκκλ. λαμπρότητα, δόξα («ἐκκλησία... νικήσασα τὸν ὄφιν καὶ τῆς… …   Dictionary of Greek

  • πολύχαρμος — Έλληνας γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Κατά τον Πλίνιο, ήταν ο κατασκευαστής δύο μαρμάρινων αγαλμάτων της Αφροδίτης, που την παρουσίαζαν να λούζεται ορθή. Αντίγραφα των έργων θεωρούνται δύο αγάλματα που βρίσκονται στη στοά της Οκταβίας στη Ρώμη από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”